- σολοικοφανής
- σολοικοφᾰνής, ές,A like a solecism,
σχηματισμοί D.H.Din.8
, cf. Gal. 16.512, Serv.ad Verg.A.4.355. Adv.-νῶς Eust.630.46
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχηματισμοί D.H.Din.8
, cf. Gal. 16.512, Serv.ad Verg.A.4.355. Adv.-νῶς Eust.630.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σολοικοφανής — like a solecism masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανής — ές, Α αυτός που μοιάζει με σολοικισμό, αυτός που φαίνεται σόλοικος («σολοικοφανεῑς σχηματισμοί», Διον. Αλ.). επίρρ... σολοικοφανῶς Μ κατά σολοικοφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλοικος + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek
σολοικοφανῆ — σολοικοφανής like a solecism neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σολοικοφανής like a solecism masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σολοικοφανής like a solecism masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανέστερον — σολοικοφανής like a solecism adverbial comp σολοικοφανής like a solecism masc acc comp sg σολοικοφανής like a solecism neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανεῖ — σολοικοφανής like a solecism masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σολοικοφανής like a solecism masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανεῖς — σολοικοφανής like a solecism masc/fem acc pl σολοικοφανής like a solecism masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανές — σολοικοφανής like a solecism masc/fem voc sg σολοικοφανής like a solecism neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανέσι — σολοικοφανής like a solecism masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανῶν — σολοικοφανής like a solecism masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολοικοφανῶς — σολοικοφανής like a solecism adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)